- επιθρυπτω
- ἐπιθρύπτωἐπι-θρύπτωизнеживать, ослаблять
(ἐν τῇ διαίτῃ ἐπιτεθρυμμένος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐν τῇ διαίτῃ ἐπιτεθρυμμένος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιθρύπτω — ἐπιθρύπτω (Α) 1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι 2. μέσ. ἐκθρύπτομαι εκθηλύνομαι 3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα 3. σπάζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
προσεπιθρύπτομαι — Α 1. θραύομαι επί πλέον 2. εξασθενούμαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιθρύπτω «παραλύω, εξασθενίζω, σπάζω»] … Dictionary of Greek